κατακλυσμῷ

κατακλυσμῷ
κατακλυσμός
flood
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοσμοπληθής — κοσμοπληθής, ές (Α) αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφορώ — κοσμοφορῶ, έω (Α) [κοσμοφόρος] (για την κιβωτό τού Νώε) μεταφέρω κόσμο («ἡ Νῶε κιβωτὸς ἐν τῷ... κατακλυσμῷ κοσμοφοροῡσα... ὑπήνεγκεν τοὺς κλύδωνας», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ρους — (I) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α 1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα τού νερού (α. «ο ρους τού Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ. γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”